-
1 Θεός
Θεός οБог – Творец неба и земли;ΦΡ.προς Θεού / για τον Θεό / για όνομα τού Θεού — ради Бога / имени БожьегоΘεός φυλάξοι — сохрани Господь от (чего-то, кого-то)από το στόμα σου και στου Θεού τ’αφτί! — твои слова да Богу в уши!ο Θεός μαζί σου! — Господь с тобой! / Да поможет тебе Бог (как благословение путешествующему или начинающему трудное дело)Θεός σχωρέσ’ τον — Господи, прости его (об усοпшем)Θεός να βάλει το χέρι του! / να κάνει το θαύμα του — Господь управит десницею Своею / сотворит чудо!Этим.дргр., этимология неизвестна. Однако существуют несколько версий происхождения слова:1) < θFεσ-ός, сравните с лит. dvasia «дух», герм. getwas «дух». Эта версия противоречит антропоморфному представлению древних греков о богах;2) < θ. θε- (< dhe, глагола τί-θη-μι «ставить, воздвигать, водружать»), сравните с арм. di-k «боги», лат. Deus «Бог», лат. Festus «праздничный». Словом Θεός «Бог» Семьдесят переводчиков передали значение одного из еврейских имен Бога: Elohah, Elohim «Элохим» -
2 έλεος
έλεος το1) милосердие, сострадание, сочувствие;2) милость;ΦΡ.«ελέω Θεού» «милостью Божией» ελέου Θεού βασιλιάς / μονάρχης — милостью Божией царь / монархЭтим.дргр. Происхождение слова не известно. В Септуагинте оно передает значение евр. rahamim «умиление, сострадание, сочувствие» -
3 милость
-и θ.1. καλοσύνη, αγαθότητα, φιλανθρωπία. || συμπόνια, οίκτος, λύπη• έλεος, ευσπλαχνία•по -и Божией παλ. ελέω θεού•
по -и ή из -и από οίκτο (λύπη).
|| χάρη•просить -и ζητώ (να μου δοθεί) χάρη.
2. αγαθοεργία, ευεργεσία. || ελεημοσύνη.3. εύνοια, εμπιστοσύνη•быть у кого в -и έχω την εμπιστοσύνη•
выйти из -и χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.по -и – α) χάρη σε κάποιον, β) από φταίξιμο κάποιου•ваша милость – η χάρη σας•- ью Божией – παλ. θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)•милость просим (прошу) – σας παρακαλώ•сделайте милость – α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ•скажите на милость – πέστε μου παρακαλώ•сдаваться на милость победителя – παραδίνομαι στο έλεος του νικητή.
См. также в других словарях:
έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… … Dictionary of Greek
μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας … Dictionary of Greek
Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
απολυταρχία — Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται … Dictionary of Greek
θεός — ο θηλ. θεά 1. ον με υπερφυσικές δυνάμεις που λατρεύεται από τον άνθρωπο: Οι θεοί του Ολύμπου. 2. (στη χριστιανική φιλοσοφία), ο δημιουργός του κόσμου, ο ρυθμιστής των νόμων του σύμπαντος. 3. ό,τι αγαπούμε υπερβολικά, το ίνδαλμα: Το χρήμα είναι ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
By the Grace of God — For the album by the Hellacopters, see By the Grace of God (album). By the Grace of God (Latin Dei Gratia, abbreviated D.G.) is an introductory part of the full styles of a monarch taken to be ruling by divine right, not a title in its own right … Wikipedia
Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek